- τυραννοποιοί
- τυραννοποιόςmaker of tyrantsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυραννοποιός — ὁ, ἡ, Α αυτός που δημιουργεί τυράννους («δεινοὶ μάγοι τε καὶ τυραννοποιοί», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + ποιός*] … Dictionary of Greek